- ει
- (I)εἰ (Α)Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι)2. σε ευχές με ευκτική3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ)4. σε ανεκπλήρωτη ευχή με ευκτ. ή οριστ. ιστορικού χρόνου («εἰ γὰρ ἐγών... Διὸς πάις αἰγιόχοιο εἴην», Ιλ.)5. συχνά είθε σε ευχή («ἰὼ γᾱ γᾱ, εἴθ' ἔμ' ἐδέξω», Αισχ.)6. συχνά τα εἰ γὰρ, εἴθε ακολουθούνται από το ώφελον με απρμφ. για δήλωση περασμένης ανεκπλήρωτης ευχής («εἰ γὰρ ὤφελον [κατιδεῑν]», Πλάτ.)II. (i) σε υποθετικούς λόγους1. εκφέρεται με οριστική όλων τών χρόνων, σημαίνει εάν και δηλώνει απλή λογική υπόθεση («εἰ δοκεῑ, πλέωμεν», Σοφ.)2. με οριστ. μέλλοντα, δηλώνει μελλοντική υπόθεση με έμφαση («εἰ μὴ βοηθήσετε, οὐ περιέσται τἀκεῑ», Θουκ.)3. για δήλωση απειλής ή προειδοποιήσεως4. για να εκφράσει επιδίωξη ή προσδοκία στο παρόν5. με ιστορικούς χρόνους, δηλώνει το ανεκπλήρωτο, ειδικά η οριστ. πρκ. αναφέρεται σε πράξη στο παρόν ή εκφράζει συνεχόμενη ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν («εἰ γὰρ ἐγὼ τάδ' ᾔδε'... οὐκ ἀν ὑπεξέφυγεν», Ιλ.)6. μαζί με το δυνητ. αν επικ. κε(ν) σχηματίζει το μόριο εάν που συντάσσεται με υποτακτική7. με ευκτ. εκφράζει μελλοντική υπόθεση8. με ευκτ. αντί οριστ. πρκ. για να δηλώσει ανεκπλήρωτη ευχή στο παρόν9. όταν η απόδοση αναφέρεται στο παρελθόν για συνεχόμενη ή επαναλαμβανόμενη πράξη, χρησιμοποιείται ευκτική που εκφράζει αόριστη υπόθεση στο παρελθόναν ποτέ («ἀλλ' εἴ τι μὴ φέροιμεν, ὤτρυνεν φέρειν», Ευρ.)10. στον πλάγιο λόγο σε εξάρτηση από ιστορικό χρόνο χρησιμοποιείται ει με ευκτ. αντί εάν με υποτ. ή ει με οριστική αρκτικού χρόνου τού ευθέος λόγου11. συχνά με ευκτ. με το αν όταν η πρότ. είναι απόδοση και πρόταση συγχρόνως («εἴ περ ἄλλῳ τῳ ἀνθρώπων πειθοίμην ἄν, καὶ σοὶ πείθομαι», Πλάτ.)12. με ρήματα που δείχνουν θαυμασμό, χαρά, αγανάκτηση, αμηχανία, ικανοποίηση και παρόμοια αισθήματα (θαυμάζω, αισχύνομαι, μέμφομαι κ.λπ.) χρησιμοποιείται ει με οριστ. αντί ότι για να εκφράσει το αντικείμενο που προκαλεί το αίσθημα σε υποθετική μορφή («θαυμάζω εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῑται, ὁρῶν...» Δημ.)13. με το ει εισάγεται πρόταση που χρησιμεύει αιτιολογικά στην απόδοσηεφ' όσον, μια φορά που («εἰ τότε κοῡρος ἔα, νῡν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει», Ιλ.)(ii) ελλειπτικές συντάξεις1. η απόδοση παραλείπεται αν εννοείται από τα συμφραζόμεναμήπως τυχόν, στην περίπτωση που («πρὸς τὴν πόλιν, εἰ ἐπιβοηθεῑεν, ἐχώρουν», Θουκ.)2. στον ρητορικό λόγο η απόδοση συχνά παραλείπεται («καὶ ἤν μὲν ξυμβῇ ἡ πεῑρα, εἰ δὲ μή, Μυτιληναίους εἰπεῑν», Θουκ.)3. συχνά το ρήμα τής προτάσεως παραλείπεται κυρίως στις εκφράσεις ει μηεκτός, παρά («οὐδὲν ἄλλο σιτέονται, εἰ μὴ ἰχθῡς μοῡνον», Ηρόδ.)(iii) με μόριαα) το ει και διαστέλλεται από το και ει, καθώς το πρώτο δηλώνει την τελευταία δυνατή υπόθεση ενώ το δεύτερο απίθανη υπόθεση χωρίς σημασία για την πραγματοποίηση τής απόδοσηςβ) για τα ὡς εἰ, ὡς εἴ τε, ὥσπερ εἰ βλ. ὡς, ὥσπεργια το εί ἄρα βλ. ἄραγια το εἴγε βλ. γεγια τα εἰ δη* και εἴπερ*III. ως μόριο σε αρνητικούς όρκους («τί ἡ γενεὰ αὕτη σημεῑον ἐπιζητεῑ; ἀμὴν λέγω ὑμῑν εἰ δοθήσεται» — δεν θα δοθεί, ΚΔ)IV. σε πλάγιες ερωτήσεις1. με οριστική όταν εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και αντιπροσωπεύει τον ίδιο χρόνο στην ευθεία ερώτηση («εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσει, σκόπει», Σοφ.)2. με υποτ. όταν εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και αντιπροσωπεύει την απορηματική υποτακτική και στην ευθεία ερώτηση («τὰ ἐκπώματα.. οὐκ οἶδ' εἰ χρυσάντᾳ τουτῳί δῶ», Ξεν.)3. με ευκτική σε εξάρτηση από ιστορικό χρόνο αντί οριστικής ή υποτακτικής στην ευθεία ερώτηση («ἤρετο εἴ τι ἐμοῡ εἴη σοφώτερος», Πλάτ.)4. με ευκτική με το αν στην περίπτωση που εκφέρεται με όμοιο τρόπο και η ευθεία ερώτηση («ἠρώτων ἐκεῑνοι εἰ δοῑεν ἄν τούτων τὰ πιστά», Ξεν.)5. α) η άρνηση μετά το ει στις πλάγιες ερωτήσεις είναι το ου στην περίπτωση που χρησιμοποιείται και στην ευθεία ερώτηση («ἐνετέλλετο... εἰρωτᾱν εἰ οὔ τι ἐπαισχύνεται», Ηρόδ.)β) αν στην ευθεία ερώτηση χρησιμοποιηθεί μη, οπότε προκαλείται αρνητική απάντηση, τότε και στην πλάγια χρησιμοποιείται μη («οὐ τοῡτο ἐρωτῶ, αλλ' εἰ τοῡ μὲν δικαίου μὴ ἀξιοῑ πλέον ἔχειν, μηδὲ βούλεται ὁ δίκαιος, τοῡ δὲ ἀδίκου», Πλάτ.)γ) σε διπλές πλάγιες ερωτήσεις με το εἴτε εἴτε, εἰ εἴτε, εἴτε ἤ στη β' πρόταση χρησιμοποιείται ανεξάρτητα μη ή ου («ὅπως ἴδῃς εἴτ' ἔνδον εἴτ' οὐκ ἔνδον», Σοφ.)6. φρ. α) «εἰ μὴ» (και οριστ. εν.μέλλ.)εκτός εάνβ) «εἰ μὴ ὅσον», παρά μόνογ) «εἰ μὴ εἴ τι» παρά μόνο κάτιδ) «εἰ μὴ τι... ἄλλο» — αν όχι τίποτ' άλλο... τουλάχιστονε) «εἰ δὲ μή» — ειδάλλωςστ) «εἰ δὲ τοῡτο»(για υπόθεση που προτάσσεται) αν είναι έτσιζ) «εἴ τις» — όσο οποιοσδήποτε άλλος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλοη) «εἴ ποθεν (δυνατόν ἐστι)» — αν από κανένα μέρος, από κάπουθ) «εἴ που» και «εἴ ποθι» — αν κάπου, οπουδήποτει) «εἴ πως» — μήπως κατά κάποιον τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για επιφωνηματική λ. ή για τ. τοπικής πτώσεως ενός δεικτικού *e- / o- (πρβλ. είτα, έπειτα). Ο δωρικός και αιολ. τ. αι, που στον Όμηρο απαντά μόνο σε συνδυασμό με τα κε, γαρ (πρβλ. αι κε, αι γαρ), και το ει (βλ. και λ. εάν) λειτουργούν επιφωνηματικά σε προσφώνηση ή ευχή, ακόμη ως υποθετικοί σύνδεσμοι με σημασία «εάν» και, τέλος, ως εισαγωγικές λέξεις σε πλάγιες ερωτήσεις. Ο αρκαδικός τ. εικ ερμηνεύεται πιθ. αναλογικά προς το ουκ ή, κατ' άλλους, προέρχεται από ει κανκαι οι δύο υποθέσεις, πάντως, παραμένουν αναπόδεικτες. Τέλος, ο ιων.-αττ. τ. είθε και ο επικός αίθε εμφανίζουν ως β΄ συνθετικό μόριο που ανάγεται σε ΙΕ *ghwe (πρβλ. αρχ. ινδ. gha, αρχ. σλαβ. že)].————————(II)εἶ άκλ. (Α)ονομασία τού γράμματος ε που προφερόταν όπως το ίδιο το γράμμα και αργότερα ως ῑ.————————(III)εἶ (Α)με το μην βεβαιωτικό μόριο αντί η.————————(IV)εἶ (Α) (δωρ. τ.)όπου.
Dictionary of Greek. 2013.